κατανυκτικός

κατανυκτικός
κατανυκτικός
pricking at heart
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατανυκτικός — ή, ό (AM κατανυκτικός, ή, όν) [κατανύσσω] 1. αυτός που επιφέρει κατάνυξη («κατανυκτική προσευχή») 2. αυτός που γίνεται με κατάνυξη (α. «κατανυκτικές δεήσεις» β. «κατανυκτική ησυχία») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κατανυκτικό(ν) είδος εκκλησιαστικού… …   Dictionary of Greek

  • κατανυκτικός — ή, ό 1. αυτός που γίνεται με κατάνυξη: Ήταν μια κατανυκτική λειτουργία. 2. το ουδ. ως ουσ., σημαίνει είδος εκκλησιαστικού τροπαρίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αλφάβητος κατανυκτικός και ψυχωφελής περί του ματαίου κόσμου τούτου — Ποίημα 120 δεκαπεντασύλλαβων στίχων θρησκευτικού περιεχομένου. Οι στίχοι του είναι άλλοτε ομοιοκατάληκτοι και άλλοτε όχι, και διαιρούνται σε 24 πεντάστιχες στροφές με αλφαβητική ακροστιχίδα. Το ποίημα αυτό, έργο άγνωστου λογίου της μεταβυζαντινής …   Dictionary of Greek

  • κατανυκτικά — κατανυκτικός pricking at heart neut nom/voc/acc pl κατανυκτικά̱ , κατανυκτικός pricking at heart fem nom/voc/acc dual κατανυκτικά̱ , κατανυκτικός pricking at heart fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανυκτικόν — κατανυκτικός pricking at heart masc acc sg κατανυκτικός pricking at heart neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανυκτικοί — κατανυκτικός pricking at heart masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανυκτικούς — κατανυκτικός pricking at heart masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανυκτικῆς — κατανυκτικός pricking at heart fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανυκτικῶς — κατανυκτικός pricking at heart adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανυκτικῷ — κατανυκτικός pricking at heart masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”